- κλαυθμούς
- κλαυθμόςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλαυθμυρικώς — κλαυθμυρικῶς (Μ) επίρρ. με κλαυθμούς, πένθιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυθμυρίζω, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *κλαυθμυρικός] … Dictionary of Greek
οιμωκτί — οἰμωκτί (Α) επίρρ. (κατά τον Ζωναρά) «μετά θρήνου», με κλαυθμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰμωκτός + επιρρμ. κατάλ. ι (πρβλ. ατιμωρητ ί)] … Dictionary of Greek
πρόσκλαυση — η / πρόσκλαυσις, αύσεως, ΝΜΑ [προσκλαίω] 1. ικεσία, παράκληση με κλαυθμούς, ως πρώτος βαθμός μετάνοιας 2. (στην αρχ. χριστ. εκκλ.) εκκλησιαστικό επιτίμιο, η βαρύτερη ποινή τών πρωτοχριστιανικών χρόνων που επιβαλλόταν σε όσους διέπρατταν σοβαρά… … Dictionary of Greek